- αιρετιστής
- αἱρετιστής, ο (Α) [αἱρετίζω]1. αυτός που διαλέγει, που εκλέγει2. ιδρυτής φιλοσοφικής σχολής3. ένθερμος οπαδός, θιασώτης αιρέσεως ή σχολής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱρετιστής — one who chooses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετισταῖς — αἱρετιστής one who chooses masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετισταί — αἱρετιστής one who chooses masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετιστήν — αἱρετιστής one who chooses masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετιστῶν — αἱρετιστής one who chooses masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετιστάς — αἱρετιστά̱ς , αἱρετιστής one who chooses masc acc pl αἱρετιστά̱ς , αἱρετιστής one who chooses masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] … Dictionary of Greek